- παπταίνω
- Α1. στρέφω ολόγυρα τα βλέμματα μου, κοιτάζω γύρω μου με οξύ και ερευνητικό βλέμμα («πάντοτε παπταίνων, ὥς τ' αἰετός», Ομ. Ιλ.)2. προσέχω, έχω τον νου μου («σὺ δὲ πάπταινε καὶ φρόντιζε», Αισχύλ.)3. αναζητώ κάποιον ή κάτι παρατηρώντας γύρω μου («παπταίνων ἥρωα Μαχάονα», Ομ. Ιλ.)4. προσηλώνω τα βλέμματα σε κάτι5. φρ. «παπταίνω πόρσιον» — κοιτάζω πιο μακριά, αποβλέπω σε περισσότερα6. στρέφω το βλέμμα μου σε κάποιον, προσβλέπω σε κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Η σύνδεση τού ρήματος με τα πατάσσω «χτυπώ» και πέτομαι «πετώ» δεν φαίνεται πιθανή. Το ρ. μαρτυρείται πιθ. ως β' συνθετικό στο μυκην. aikipata = *αιγιπατᾱς «αιγοβοσκός»].
Dictionary of Greek. 2013.